- πενιχρόφρων
- -ον, Μ1. αυτός που είναι πενιχρός στον νου, που υστερεί διανοητικά2. αυτός που σκέπτεται πενιχρά, δηλαδή ρηχά, επιφανειακά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πενιχρός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.